ξαναγυρνώ

ξαναγυρνώ
-άω
ξαναγυρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξαναγυρίζω — και ξαναγυρνώ ξαναγύρισα 1. μτβ., γυρίζω, περιστρέφω κάτι άλλη μια φορά: Ξαναγύρισα τον τροχό. – Ξαναγύρισα την ανέμη. 2. αμτβ., γυρίζω πάλι, επιστρέφω, έρχομαι πίσω, επανέρχομαι: Τύχη που κλότσησες δεν ξαναγυρίζει (παροιμ.). 3. αντιστρέφω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”